στο λεξικό PONS
psycho·logi·cal [ˌsaɪkəˈlɒʤɪkəl, αμερικ -ˈlɑ:ʤ-] ΕΠΊΘ
1. psychological (of the mind):
2. psychological (of psychology):
3. psychological (not physical):
Wohl·be·fin·den <-s> ΟΥΣ ουδ kein πλ τυπικ
Wohl·be·ha·gen <-s> ΟΥΣ ουδ kein πλ τυπικ
I. Heil <-s> [hail] ΟΥΣ ουδ kein πλ
I. ma·te·ri·ell [mateˈri̯ɛl] ΕΠΊΘ
1. materiell:
2. materiell μειωτ (materialistisch):
II. ma·te·ri·ell [mateˈri̯ɛl] ΕΠΊΡΡ μειωτ (materialistisch)
I. be·mü·hen* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. bemühen (sich Mühe geben):
2. bemühen (sich kümmern):
3. bemühen (zu erlangen suchen):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.