στο λεξικό PONS
good ˈof·fices ΟΥΣ
good offices πλ τυπικ:
- good offices
-
of·fice [ˈɒfɪs, αμερικ ˈɑ:-] ΟΥΣ
1. office:
2. office βρετ ΠΟΛΙΤ (government department):
back ˈof·fice ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
inter-of·fice [αμερικ ˌɪnt̬ɚˈɑ:fɪs] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ αμερικ
office ΟΥΣ
-
- Geschäftssitz αρσ
front office ΟΥΣ
-
- good offices
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
office ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Stützpunkt αρσ
office ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
loan office ΟΥΣ ΤΜΉΜ
payments office ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
branch office ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
representative office ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
back-office ΟΥΣ
-
- Abwicklungsstelle (der innere Arbeitsbereich eines Unternehmens)
law firm [ˈlɔːˌfɜːm], lawyer's office ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.