Oxford Spanish Dictionary
llovido (llovida) ΕΠΊΘ RíoPl
- llovido (llovida)
-
I. llover ΡΉΜΑ απρόσ ρήμα
II. llover ΡΉΜΑ αμετάβ
I. oír ΡΉΜΑ μεταβ
1. oír (percibir sonidos):
2. oír (escuchar):
ιδιωτισμοί:
- ininterrumpidamente llover/hablar/llorar
-
στο λεξικό PONS
llover <o → ue> ΡΉΜΑ αμετάβ, μεταβ, απρόσ ρήμα
llover <o → ue> [jo·ˈβer, ʎo-] ΡΉΜΑ αμετάβ, μεταβ, vimpers
| - | llueve |
|---|
| - | llovía |
|---|
| - | llovió |
|---|
| - | lloverá |
|---|
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.