Oxford Spanish Dictionary
lank [αμερικ læŋk, βρετ laŋk] ΕΠΊΘ
- llovido (llovida)
- lank
στο λεξικό PONS
lank [læŋk] ΕΠΊΘ
2. lank person:
- lank
- larguirucho, -a
lank [læŋk] ΕΠΊΘ
2. lank person:
- lank
- larguirucho, -a
- lacio (-a)
- lank
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.