Oxford Spanish Dictionary
lanky <lankier lankiest> [αμερικ ˈlæŋki, βρετ ˈlaŋki] ΕΠΊΘ
- lanky
-
- lanky
- larguirucho οικ
στο λεξικό PONS
lanky [ˈlæŋki] ΕΠΊΘ
- lanky
- desgarbado, -a
lanky [ˈlæŋ·ki] ΕΠΊΘ
- lanky
- desgarbado, -a
- larguirucho (-a)
- lanky
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.