στο λεξικό PONS
ETH <-, -s> [e:te:ˈha:] ΟΥΣ θηλ CH
ETH συντομογραφία: Eidgenössische Technische Hochschule
ev.-luth.
ev.-luth. συντομογραφία: evangelisch-lutherisch
evan·ge·lisch-lu·the·risch ΕΠΊΘ
kath.
kath. συντομογραφία: katholisch
I. ka·tho·lisch [kaˈto:lɪʃ] ΕΠΊΘ
II. ka·tho·lisch [kaˈto:lɪʃ] ΕΠΊΡΡ
Stil <-[e]s, -e> [ʃti:l, st-] ΟΥΣ αρσ
2. Stil (Verhaltensweise):
Stoß1 <-es, Stöße> [ʃto:s, πλ ˈʃtø:sə] ΟΥΣ αρσ
1. Stoß (Schubs):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Stop-Loss-Limit ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
STF ΟΥΣ θηλ
STF συντομογραφία: Systemtransformationsfazilität ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Systemtransformationsfazilität ΟΥΣ θηλ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Stop Trading ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Stop-Loss ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
geräucherter Stör ΟΥΣ αρσ ΜΑΓΕΙΡ
gemischtes Obst ΟΥΣ ουδ ΜΑΓΕΙΡ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.