στο λεξικό PONS
truth <pl -s> [tru:θ] ΟΥΣ
1. truth no pl (not falsity):
2. truth no pl (facts):
4. truth (principle):
ˈhalf-truth ΟΥΣ
truth-in-ˈpack·ag·ing ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
truth table ΟΥΣ
-
- Wahrheitstabelle θηλ
post-truth ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS


company truth ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Firmenwahrheit θηλ


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.