στο λεξικό PONS
Ge·schäft <-[e]s, -e> [gəˈʃɛft] ΟΥΣ ουδ
1. Geschäft:
2. Geschäft (Gewerbe, Handel):
3. Geschäft (Geschäftsabschluss):
Zug-um-Zug-Ge·schäft <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
derivatives Geschäft phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
IPO-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΤΜΉΜ
Arbitrage-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Swap-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Spot-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
indifferentes Geschäft phrase ΛΟΓΙΣΤ
Switch-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Trading-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Komptant-Geschäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.