στο λεξικό PONS
I. ge·schä·digt ΡΉΜΑ
geschädigt μετ παρακειμ: schädigen
II. ge·schä·digt ΕΠΊΘ
geschädigt Ruf:
- geschädigt
-
schä·di·gen [ˈʃɛ:dɪgn̩] ΡΉΜΑ μεταβ
1. schädigen (beeinträchtigen):
2. schädigen (finanziell belasten):
schä·di·gen [ˈʃɛ:dɪgn̩] ΡΉΜΑ μεταβ
1. schädigen (beeinträchtigen):
2. schädigen (finanziell belasten):
-
- geschädigt
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.