στο λεξικό PONS
Rang <-[e]s, Ränge> [raŋ, πλ ˈrɛŋə] ΟΥΣ αρσ
1. Rang kein πλ (Stellenwert):
2. Rang (gesellschaftliche Position):
3. Rang ΣΤΡΑΤ (Dienstgrad):
5. Rang ΚΙΝΗΜ, ΘΈΑΤ:
Bank1 <-, Bänke> [ baŋk, πλ ˈbɛŋkə ] ΟΥΣ θηλ
1. Bank:
2. Bank:
rang [raŋ] ΡΉΜΑ
rang παρατατ von ringen
I. rin·gen <ringt, rang, gerungen> [ˈrɪŋən] ΡΉΜΑ αμετάβ
ers·te, ers·ter, ers·tes [ˈe:ɐ̯stə] ΕΠΊΘ
1. erste (an erster Stelle kommend):
3. erste (führend):
ιδιωτισμοί:
Bank2 <-, -en> [baŋk] ΟΥΣ θηλ
1. Bank ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Bankenregulierung
- Bankenrun
- Bankensektor
- Bankenstatistik
- Bankensyndikat
- Bank ersten Ranges
- Bankett
- Bankette
- Bankfach
- bankfähig
- Bankfähigkeit