στο λεξικό PONS
BIS [ˌbi:aɪˈes] ΟΥΣ
BIS ΧΡΗΜΑΤΟΠ συντομογραφία: Bank for International Settlements
- BIS
-
-
- BIS
- bis
- bis ειδικ ορολ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
BIS ΟΥΣ
BIS συντομογραφία: Bank for International Settlements ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
-
- BIZ θηλ
Bank for International Settlements ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
BIS capital ratio ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
BIS equity ratio ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.