στο λεξικό PONS
Bank1 <-, Bänke> [ baŋk, πλ ˈbɛŋkə ] ΟΥΣ θηλ
1. Bank:
2. Bank:
Bank2 <-, -en> [baŋk] ΟΥΣ θηλ
1. Bank ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Bundesverband öffentlicher Banken Deutschlands ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
Bundesverband deutscher Banken ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
Bundesverband öffentlicher Banken ΟΥΣ αρσ ΚΡΆΤΟς
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.