Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. commun (commune) [kɔmœ̃, yn] ΕΠΊΘ
1. commun (venant de plusieurs personnes):
2. commun (appartenant à plusieurs):
3. commun (semblable):
4. commun (courant):
II. commun ΟΥΣ αρσ
commun αρσ:
III. en commun ΕΠΊΡΡ
IV. communs ΟΥΣ αρσ πλ
communs αρσ πλ:
- communs
- outbuildings πλ
V. commune ΟΥΣ θηλ
VI. communes ΟΥΣ θηλ πλ
στο λεξικό PONS
lieu commun <lieux communs> [ljøkɔmœ͂] ΟΥΣ αρσ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.