communs [kɔmœ͂] ΟΥΣ
communs αρσ πλ απαρχ (bâtiments):
-  communs
 -  Nebengebäude Pl
 
commun [kɔmœ͂] ΟΥΣ αρσ
commun(e) [kɔmœ͂, yn] ΕΠΊΘ
2. commun (utilisé par plusieurs):
4. commun (général):
5. commun (courant):
6. commun (trivial):
ιδιωτισμοί:
lieu commun <lieux communs> [ljøkɔmœ͂] ΟΥΣ αρσ
marsouin commun ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.