στο λεξικό PONS
is·su·er [ˈɪʃu:əʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
I. regu·lar [ˈregjələʳ, αμερικ -ɚ] ΕΠΊΘ
1. regular (routine):
2. regular (steady in time):
3. regular (well-balanced) surface:
4. regular:
5. regular (correct):
6. regular προσδιορ, αμετάβλ αμερικ (size):
7. regular ΓΛΩΣΣ:
8. regular επιβεβαιωτ (nice):
9. regular προσδιορ, αμετάβλ esp χιουμ οικ (real, absolute):
10. regular soldier, officer:
11. regular ΘΡΗΣΚ:
II. regu·lar [ˈregjələʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
2. regular ΣΤΡΑΤ:
regular ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
regular issuer ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
issuer ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Aussteller αρσ
issuer ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Emissionshaus ουδ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
regular, actinomorphic [ˌæktɪnəˈmɔːfɪk] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.