στο λεξικό PONS
- Beitragszahler(in)
- contributor
-
- contributor
-
- Encyclopedist (a contributor to the 18th-century French “encyclopédie”)
- Mitarbeiter(in)
- contributor
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
contributor to growth ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Wachstumsträger αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.