στο λεξικό PONS
I. con·tribu·tory [kənˈtrɪbju:təri, αμερικ -jətɔ:ri] ΕΠΊΘ
1. contributory (joint):
2. contributory (causing):
II. con·tribu·tory [kənˈtrɪbju:təri, αμερικ -jətɔ:ri] ΟΥΣ
- contributory
-
con·tribu·tory ˈneg·li·gence ΟΥΣ no pl βρετ, αυστραλ ΝΟΜ
- contributory negligence
-
- partial contributory negligence
- Teilschuld θηλ
non-con·ˈtribu·tory ΕΠΊΘ αμετάβλ
- non-contributory
-
- contributory negligence
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.