contributory [βρετ kənˈtrɪbjʊt(ə)ri, αμερικ kənˈtrɪbjəˌtɔri] ΕΠΊΘ
contributory negligence ΟΥΣ U ΝΟΜ
- contributory negligence
-
- contributory cause
-
-
- contributory
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.