Oxford Spanish Dictionary
contributory [αμερικ kənˈtrɪbjəˌtɔri, βρετ kənˈtrɪbjʊt(ə)ri] ΕΠΊΘ
1. contributory factor/cause/circumstance:
- contributory
-
2. contributory ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
- contributory pension plan
-
contributory negligence ΟΥΣ ΝΟΜ
- contributory negligence U
-
στο λεξικό PONS
contributory [kənˈtrɪbjʊtəri, αμερικ -jətɔ:ri] ΕΠΊΘ
- contributory
-
contributory [kən·ˈtrɪb·jə·tɔr·i] ΕΠΊΘ
- contributory
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.