στο λεξικό PONS
Ak·ti·o·när(in) <-s, -e> [aktsi̯oˈnɛ:ɐ̯] ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Aktionär(in)
-
- Aktionär(in)
-
-
- Aktionär(in) αρσ (θηλ) <-s, -e>
-
- Aktionär(in) αρσ (θηλ) <-s, -e>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Aktionär αρσ
-
- Aktionär(in) αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.