bei·trags·pflich·tig ΕΠΊΘ αμετάβλ ΟΙΚΟΝ
-
- beitragspflichtige Rentenversicherung [o. A Pensionsversicherung]
- contributory pension scheme [or αμερικ plan]
- beitragspflichtige Rentenversorgung
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.