στο λεξικό PONS
con·tri·bu·tion [ˌkɒntrɪˈbju:ʃən, αμερικ ˌkɑ:n-] ΟΥΣ
1. contribution:
2. contribution (regular payment):
3. contribution (advance, support, addition):
ob·li·ga·tion [ˌɒblɪˈgeɪʃən, αμερικ ˈɑ:blə-] ΟΥΣ
1. obligation (act of being bound):
2. obligation (duty to pay a debt) ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΝΟΜ:
3. obligation (bond) ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
contribution obligation ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
contribution ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- contribution (z. B. Sozialabgabe)
- Abgabe θηλ
obligation ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.