στο λεξικό PONS
pa·ram·eter [pəˈræmɪtəʳ, αμερικ -ət̬ɚ] ΟΥΣ usu pl
1. parameter ΦΥΣ ΕΠΙΣΤ:
2. parameter (set of limits):
- parameters pl
- Leitlinien pl
- parameters pl
-
con·tri·bu·tion [ˌkɒntrɪˈbju:ʃən, αμερικ ˌkɑ:n-] ΟΥΣ
1. contribution:
2. contribution (regular payment):
3. contribution (advance, support, addition):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
contribution parameter ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
contribution ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- contribution (z. B. Sozialabgabe)
- Abgabe θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.