στο λεξικό PONS
I. pass through ΡΉΜΑ αμετάβ
1. pass through (experience):
2. pass through (travel):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
pass-through ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
pass-through ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Überwälzung θηλ
cost pass-through ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
pass through structure ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Transmissionseffekt ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Überwälzung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Steuerabwälzung ΟΥΣ θηλ ΦΟΡΟΛ
Kostenübertragung ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
pass through ΡΉΜΑ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.