στο λεξικό PONS
Wei·ter·ga·be <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ
- Weitergabe
-
- transmission of a hereditary disease
- Weitergabe θηλ <-> kein pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Weitergabe ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Weitergabe (von Informationen)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.