στο λεξικό PONS
sale [seɪl] ΟΥΣ
1. sale (act of selling):
2. sale (amount sold):
3. sale (at reduced prices):
4. sale (auction):
5. sale pl (department):
op·tion [ˈɒpʃən, αμερικ ˈɑ:p-] ΟΥΣ
1. option:
2. option (freedom to choose):
3. option (right to buy or sell):
4. option usu pl ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
option sale ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Optionsverkauf αρσ
index option sale ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
interest rate option sale ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
forex option sale ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
equity option sale ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
foreign exchange option sale ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
sale ΟΥΣ handel
-
- Veräußerung θηλ
option ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.