for·giv·en [fəˈgɪvən, αμερικ fɚˈ-] ΡΉΜΑ
forgiven μετ παρακειμ: forgive
I. for·give <-gave, -given> [fəˈgɪv, αμερικ fɚˈ-] ΡΉΜΑ μεταβ
1. forgive (cease to blame):
2. forgive τυπικ (pardon):
I. for·give <-gave, -given> [fəˈgɪv, αμερικ fɚˈ-] ΡΉΜΑ μεταβ
1. forgive (cease to blame):
2. forgive τυπικ (pardon):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.