στο λεξικό PONS
I. mensch·lich [ˈmɛnʃlɪç] ΕΠΊΘ
2. menschlich (durch Menschen erfolgend):
3. menschlich:
II. mensch·lich [ˈmɛnʃlɪç] ΕΠΊΡΡ
I. ir·ren2 [ˈɪrən] ΡΉΜΑ αμετάβ τυπικ
II. ir·ren2 [ˈɪrən] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα (sich täuschen)
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- menschlich bedingt
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.