στο λεξικό PONS
hu·man [huˈma:n] ΕΠΊΘ
1. human (menschenwürdig):
2. human (nachsichtig):
- human
-
3. human (Menschen betreffend):
- human
- human
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.