στο λεξικό PONS
I. co·lo·nial [kəˈləʊniəl, αμερικ -ˈloʊ-] ΕΠΊΘ
1. colonial (relating to a colony):
2. colonial esp αμερικ ΙΣΤΟΡΊΑ (of colonial times):
II. co·lo·nial [kəˈləʊniəl, αμερικ -ˈloʊ-] ΟΥΣ
2. colonial esp μειωτ (former inhabitant):
I. past [pɑ:st, αμερικ pæst] ΟΥΣ no pl
1. past:
II. past [pɑ:st, αμερικ pæst] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. past:
III. past [pɑ:st, αμερικ pæst] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
IV. past [pɑ:st, αμερικ pæst] ΠΡΌΘ
1. past:
3. past (beyond):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
colonial past [kəˈləuniəlˌpɑːst]
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.