στο λεξικό PONS
Ren·ten·al·ter <-s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ
- Rentenalter
-
-
- Rentenalter ουδ <-s> kein pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Rentenalter ΟΥΣ ουδ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Rentenalter
-
-
- Rentenalter ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.