στο λεξικό PONS
I. co·lo·nial [kəˈləʊniəl, αμερικ -ˈloʊ-] ΕΠΊΘ
1. colonial (relating to a colony):
2. colonial esp αμερικ ΙΣΤΟΡΊΑ (of colonial times):
II. co·lo·nial [kəˈləʊniəl, αμερικ -ˈloʊ-] ΟΥΣ
1. colonial (inhabitant of colony):
- colonial
-
2. colonial esp μειωτ (former inhabitant):
co·lo·nial men·ˈtal·ity ΟΥΣ
- colonial mentality
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.