Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
self-promotion ΟΥΣ
self-proclaimed ΕΠΊΘ
self-preservation [βρετ ˌsɛlfprɛzəˈveɪʃ(ə)n, αμερικ ˈˌsɛlf ˌprɛzərˈveɪʃən] ΟΥΣ
I. coloured βρετ, colored αμερικ [βρετ ˈkʌləd, αμερικ ˈkələrd] ΟΥΣ
II. coloureds ΟΥΣ
coloureds ουσ πλ (laundry):
III. coloured βρετ, colored αμερικ [βρετ ˈkʌləd, αμερικ ˈkələrd] ΕΠΊΘ
1. coloured κυριολ:
self <pl selves> [βρετ sɛlf, αμερικ sɛlf] ΟΥΣ
1. self (gen) ΨΥΧ:
στο λεξικό PONS
self-explanatory ΕΠΊΘ
self-fulfillment ΟΥΣ
I. self-employed ΕΠΊΘ
self-awareness ΟΥΣ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- self-betterment
- self-catering
- self-censorship
- self-centered
- self-centred
- self-colored self-coloured
- self-coloured
- self-composed
- self-conceited
- self-confessed
- self-confidence