Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
self-centred βρετ, self-centered αμερικ ΕΠΊΘ
individu [ɛ̃dividy] ΟΥΣ αρσ
1. individu (personne privée):
2. individu (personne physique):
3. individu (homme suspect):
I. préoccuper [pʀeɔkype] ΡΉΜΑ μεταβ
II. se préoccuper ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
se préoccuper αυτοπ ρήμα:
στο λεξικό PONS
self-cent(e)red ΕΠΊΘ μειωτ
I. individualiste [ɛ̃dividɥalist] ΕΠΊΘ
1. individualiste ΦΙΛΟΣ:
2. individualiste μειωτ:
II. individualiste [ɛ̃dividɥalist] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. individualiste (non conformiste):
2. individualiste μειωτ:
self-centered ΕΠΊΘ
I. égocentrique [egosɑ͂tʀik] ΕΠΊΘ
II. égocentrique [egosɑ͂tʀik] ΟΥΣ αρσ θηλ
I. individualiste [ɛ͂dividʏalist] ΕΠΊΘ
1. individualiste ΦΙΛΟΣ:
2. individualiste μειωτ:
II. individualiste [ɛ͂dividʏalist] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. individualiste (non conformiste):
2. individualiste μειωτ:
nombrilisme [no͂bʀilism] ΟΥΣ αρσ οικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.