Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. wild [βρετ wʌɪld, αμερικ waɪld] ΟΥΣ
II. wilds ΟΥΣ
III. wild [βρετ wʌɪld, αμερικ waɪld] ΕΠΊΘ
1. wild (in natural state):
3. wild (turbulent):
4. wild (unrestrained):
6. wild (enthusiastic) οικ:
7. wild (outlandish):
IV. wild [βρετ wʌɪld, αμερικ waɪld] ΕΠΊΡΡ
I. west [βρετ wɛst, αμερικ wɛst] ΟΥΣ
II. west [βρετ wɛst, αμερικ wɛst] ΕΠΊΘ προσδιορ
III. west [βρετ wɛst, αμερικ wɛst] ΕΠΊΡΡ
στο λεξικό PONS
I. wild [waɪld] ΕΠΊΘ
2. wild (unrestrained):
3. wild (keen):
II. wild [waɪld] ΕΠΊΡΡ
I. west [west] ΟΥΣ
1. west (cardinal point):
I. wild [waɪld] ΕΠΊΘ
2. wild (unrestrained):
3. wild (enthusiastic):
II. wild [waɪld] ΕΠΊΡΡ
I. west [west] ΟΥΣ
1. west (cardinal point):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.