Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
brut|al (brutale) <αρσ πλ brutaux> [bʀytal, o] ΕΠΊΘ
1. brutal (brusque):
2. brutal (violent):
στο λεξικό PONS
brutal(e) <-aux> [bʀytal, o] ΕΠΊΘ
brutal(e) <-aux> [bʀytal, -o] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.