Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
bruyant (bruyante) [bʀɥijɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
1. bruyant κυριολ:
- bruyant (bruyante) conversation, musique
-
- bruyant (bruyante) enfant, jeu
-
- bruyant (bruyante) pièce, rue
-
2. bruyant μτφ renommée, succès, scandale:
- bruyant (bruyante)
-
- exagérément optimiste, bruyant
-
- rumbustious music, game
- bruyant
- boisterous adult
- bruyant
- boisterous meeting, game
- bruyant
- noisy person, activity, machine, place, talk
- bruyant
- rattling chain, door, window
- bruyant
στο λεξικό PONS
bruyant(e) [bʀyjɑ̃, bʀɥijɑ̃, jɑ̃t] ΕΠΊΘ
bruyant a. réunion, foule:
- bruyant(e)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- brusquerie
- brut
- brutal
- brutalement
- brutaliser
- bruyant
- bruyère
- BSR
- BT
- BTP
- BTS