Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
wilful βρετ, willful αμερικ [βρετ ˈwɪlfʊl, ˈwɪlf(ə)l, αμερικ ˈwɪlfəl] ΕΠΊΘ
1. wilful (headstrong):
- wilful person, behaviour
-
2. wilful (deliberate):
- wilful damage, disobedience
-
3. wilful ΝΟΜ:
- wilful murder, misconduct
-
στο λεξικό PONS
wilful [ˈwɪlfl] ΕΠΊΘ βρετ
1. wilful (deliberate):
- wilful
-
- wilful disobedience
-
2. wilful ΝΟΜ:
- wilful murder
-
-
- wilful βρετ
-
- wilful person βρετ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
-
- wilful damage
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- wilful murder