Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
στο λεξικό PONS
willful [ˈwɪlfl] ΕΠΊΘ αμερικ
willful → wilful
wilful [ˈwɪlfl] ΕΠΊΘ βρετ
1. wilful (deliberate):
- wilful disobedience
-
2. wilful ΝΟΜ:
-
- willful αμερικ
-
- willful person αμερικ
willful [ˈwɪl·f ə l] ΕΠΊΘ
1. willful (deliberate):
- willful
-
- willful disobedience
-
-
- willful
-
- willful person
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.