wil·ful, αμερικ will·ful [ˈwɪlfəl] ΕΠΊΘ
1. wilful usu προσδιορ (deliberate) damage:
2. wilful:
- wilful disobedience
-
-
- wilful Brit
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.