Oxford Spanish Dictionary
willful, wilful βρετ [αμερικ ˈwɪlfəl, βρετ ˈwɪlfʊl, ˈwɪlf(ə)l] ΕΠΊΘ
- a wilful misinterpretation of events
-
-
- wilful malfeasance
-
- wilful intent
στο λεξικό PONS
wilful [ˈwɪlfəl] ΕΠΊΘ βρετ
1. wilful (deliberate):
-
- wilful βρετ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.