FUD ΟΥΣ
FUD → fear, uncertainty and doubt
-  FUD
-  angoisse θηλ
I. fear [βρετ fɪə, αμερικ ˈfɪr] ΟΥΣ
1. fear (dread, fright):
2. fear (worry, apprehension):
II. fear [βρετ fɪə, αμερικ ˈfɪr] ΡΉΜΑ μεταβ
1. fear (be afraid of):
III. fear [βρετ fɪə, αμερικ ˈfɪr] ΡΉΜΑ αμετάβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
