Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: titi , tilt , tort , têt , test , tant , tact , watt , putt , toit , tire , tige , tien , tian , tiré , tif , tic , tir και tipi

tilt [tilt] ΟΥΣ αρσ

ιδιωτισμοί:

titi [titi] ΟΥΣ αρσ οικ

tipi [tipi] ΟΥΣ αρσ

tir [tiʀ] ΟΥΣ αρσ

3. tir:

Schießstand αρσ
Schießbude θηλ

ιδιωτισμοί:

tic [tik] ΟΥΣ αρσ

1. tic (contraction nerveuse):

Tic αρσ ειδικ ορολ

2. tic (manie):

tic
Tick αρσ
tic
Angewohnheit θηλ

tif [tif] ΟΥΣ αρσ πολύ οικ! συχν πλ

tif
Haar ουδ

tian [tjɑ͂] ΟΥΣ αρσ ΜΑΓΕΙΡ

II . tien(ne) [tjɛ͂, tjɛn] ΕΠΊΘ κτητ λογοτεχνικό

tige [tiʒ] ΟΥΣ θηλ

2. tige (partie mince et allongée):

Stange θηλ
Stift αρσ
Schaft αρσ
tige filetée ΤΕΧΝΟΛ

3. tige οικ (cigarette):

Glimmstängel αρσ οικ

tire1 [tiʀ] ΟΥΣ θηλ

tire ΑΥΤΟΚ:

tire γαλλ αργκό
Schlitten αρσ αργκ
tire γαλλ αργκό
Kiste θηλ αργκ

ιδιωτισμοί:

vol à la tire

putt [pœt] ΟΥΣ αρσ ΑΘΛ

Putt αρσ

watt [wat] ΟΥΣ αρσ

Watt ουδ

I . tant [tɑ͂] ΕΠΊΡΡ

5. tant (aussi longtemps que):

6. tant (dans la mesure où):

II . tant [tɑ͂] ΟΥΣ αρσ

tant (date):

ιδιωτισμοί:

II . test1 [tɛst] ΠΑΡΆΘ

Testwahl θηλ /-versuch αρσ

têt [tɛ(t)] ΟΥΣ αρσ ΧΗΜ

Kupelle θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina