στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. scelto [ˈʃelto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
scelto → scegliere
II. scelto [ˈʃelto] ΕΠΊΘ
1. scelto (selezionato):
I. scegliere [ˈʃeʎʎere] ΡΉΜΑ μεταβ
1. scegliere:
I. scegliere [ˈʃeʎʎere] ΡΉΜΑ μεταβ
1. scegliere:
scelta [ˈʃelta] ΟΥΣ θηλ
1. scelta (opzione):
2. scelta (assortimento):
4. scelta (selezione):
στο λεξικό PONS
I. scelto (-a) [ˈʃel·to] ΡΉΜΑ
scelto μετ παρακειμ di scegliere
II. scelto (-a) [ˈʃel·to] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.