στο λεξικό PONS
Ab·schluss <-es, Abschlüsse>, Ab·schlußπαλαιότ ΟΥΣ αρσ
1. Abschluss kein πλ (Ende):
2. Abschluss (abschließendes Zeugnis):
3. Abschluss (das Abschließen, Vereinbarung):
4. Abschluss (Geschäft):
5. Abschluss ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Jahresabrechnung):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.