στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. devilled, deviled [βρετ ˈdɛvld, αμερικ ˈdɛvəld] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
devilled → devil II
I. devil [βρετ ˈdɛv(ə)l, αμερικ ˈdɛvəl] ΟΥΣ
2. devil (evil spirit):
3. devil (for emphasis) οικ:
4. devil (expressing affection, sympathy) οικ:
5. devil (nuisance) οικ, σπάνιο:
6. devil βρετ ΝΟΜ:
II. devil <forma in -ing devilling, παρελθ, μετ παρακειμ devilled> [βρετ ˈdɛv(ə)l, αμερικ ˈdɛvəl] ΡΉΜΑ αμετάβ βρετ ΝΟΜ
III. devil [βρετ ˈdɛv(ə)l, αμερικ ˈdɛvəl]
devil worship [ˈdevlˌwɜːʃɪp] ΟΥΣ
-
- deviled αμερικ
στο λεξικό PONS
devil [ˈde·vəl] ΟΥΣ
4. devil (mischievous person):
5. devil (difficult thing):
ιδιωτισμοί:
devil-may-care ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.