στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. incarnato1 [inkarˈnato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
incarnato → incarnare
II. incarnato1 [inkarˈnato] ΕΠΊΘ
I. incarnare [inkarˈnare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. incarnare (rappresentare):
II. incarnarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. incarnarsi (essere rappresentato):
2. incarnarsi ΘΡΗΣΚ:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.