στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
cheeky [βρετ ˈtʃiːki, αμερικ ˈtʃiki] ΕΠΊΘ
1. cheeky (impudent):
- cheeky person, question
-
2. cheeky (pert):
- cheeky outfit, grin
-
- irriverente sguardo, osservazione
- cheeky
- sfrontato bambino
- cheeky
- sfrontato persona, ragazza
- cheeky
-
- cheeky
- sfacciato persona
- cheeky
- insolente sguardo
- cheeky
- impudente persona
- cheeky
-
- cheeky
- impertinente persona
- cheeky con qcn: towards sb
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.