στο λεξικό PONS
tor·toise·shell ˈcat ΟΥΣ
I. ˈtor·toise·shell ΟΥΣ no pl
II. ˈtor·toise·shell ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
cat1 [kæt] ΟΥΣ
1. cat:
2. cat μτφ οικ (spiteful woman):
3. cat dated αργκ (person, usu male):
ιδιωτισμοί:
cata·lyt·ic con·ˈvert·er ΟΥΣ ΑΥΤΟΚ
cat3 [kæt] ΟΥΣ οικ
cat συντομογραφία: cat o' nine tails
CAT1 [kæt] ΟΥΣ
CAT Η/Υ ακρώνυμο: computer aided training
CAT2 [kæt] ΟΥΣ
CAT Η/Υ ακρώνυμο: computer aided testing
CAT3 [kæt] ΟΥΣ no pl
CAT ΙΑΤΡ ακρώνυμο: computerized axial tomography
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
CAT ΟΥΣ E-COMM
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- torso
- tort
- tortellini
- tortilla
- tortilla chip
- tortoiseshell cat
- tortuous
- tortuously
- tortuousness
- torture
- torture chamber