στο λεξικό PONS
agent [ˈeɪʤənt] ΟΥΣ
1. agent:
2. agent (of a secret service):
3. agent (substance):
4. agent (one that acts):
5. agent (force):
set·tle·ment [ˈsetl̩mənt, αμερικ ˈset̬-] ΟΥΣ
1. settlement:
2. settlement ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΟΙΚΟΝ:
3. settlement (conclusion):
- settlement of business
-
4. settlement:
5. settlement no pl (subsidence):
6. settlement ΝΟΜ (passing land to trustees):
agent ΟΥΣ
- agent ΝΟΜ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
settlement agent ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
settlement ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
settlement ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
settlement ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
settlement ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Settlement ουδ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
agent ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
settlement
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.